51. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΣΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
(Ιούνιος 2022)

(ή "Πώς ο Συνιδρυτής του Τάγματος του Κρίνου και του Αετού, Δημήτριος Σεμελάς, έλαβε το 1909 την Εντολή για την έναρξη του Έργου του" )

Ενωμένοι κάτω από το ίδιο ιδεώδες και κινούμενοι από την φλογερή επιθυμία να το πραγματοποιήσουμε, συγκεντρωμένοι εκείνο το βράδυ γύρω απ’ τον αγαπημένο μας Διδάσκαλο, ακούγαμε με σεβασμό τα σοφά του διδάγματα. Ο ευεργετικός του λόγος είχε διαλύσει πολυάριθμες πλάνες μας κατά τη διάρκεια αυτής της βραδιάς και διαλογιζόμενος επάνω στις αλήθειες που άκουγα, διερωτόμουν με ποιον τρόπο ο Διδάσκαλος μας μπόρεσε να αποκτήσει όλην αυτήν τη σοφία. Απορροφημένος απ’ αυτήν τη σκέψη πραγματικά έμεινα κατάπληκτος όταν άκουσα τον Διδάσκαλο μας να λέει:

«Διερωτάστε πως απέκτησα όλες αυτές τις γνώσεις; Βεβαίως χρειάσθηκε να εργασθώ πολύ, αλλά η εργασία μου έγινε ευκολότερη από μερικά τεκμήρια που μου δόθηκαν και τα οποία με έκαναν να γνωρίσω τους περισσοτέρους νόμους που διέπουν την Δημιουργία. Οι επιστημονικές μου γνώσεις, λοιπόν, τοποθετημένες επάνω σε τέτοιες βάσεις, μου παρέχουν την ευκολία να σας εξηγήσω όλα τα φαινόμενα που είχατε την ευκαιρία να μελετήσετε μαζί μου».

Αυτά τα λόγια θα προκαλούσαν βροχή συζητήσεων εάν ο Διδάσκαλος μας δεν συνέχιζε αμέσως.

«Δεν μπορώ να σας γνωρίσω αυτά τα τεκμήρια, μπορώ όμως να σας διηγηθώ με ποιές συνθήκες περιήλθαν στην κατοχή μου: Κατά την εποχή που συνέβη αυτό το γεγονός, πλησίαζα το 19ο έτος της ηλικίας μου. Εκείνον τον καιρό προοριζόμουν για την ιατρική και διέμενα στην Αθήνα για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Μια αρκετά μακροχρόνια ασθένεια, από την οποία προ ολίγου καιρού είχα αναρρώσει, είχε τελείως εξαντλήσει τον ισχνό μου προϋπολογισμό. Έτσι για να εξασφαλίσω τα προς το ζην, παράλληλα με τις ιατρικές μου σπουδές φρόντιζα και για τα λογιστικά ενός γειτονικού μου φαρμακείου.

Απ’ την αρχή της ασθενείας μου ως τα πρώτα μου βήματα ως λογιστή, ήμουν συνεχώς το θύμα της εναντιότητας της τύχης. Μόνον η συνάντηση του πρώτου Διδασκάλου έφερε τέλος σ’ αυτές τις δοκιμασίες και την αρχή μιας νέας ζωής για μένα. Προχωρούσα γρήγορα στο Δρόμο της Μυήσεως. Έπειτα από έναν μήνα που εγκατέλειψα το Διδάσκαλο μου, μου συνέβαινε να ονειρεύομαι πολλές περιπέτειες, στις οποίες ήμουν ο ήρωας και προαισθανόμουν καινούργια γεγονότα. Οι σκέψεις αυτές κάθε άλλο παρά χαρά μου προξενούσαν, γιατί τον καιρό εκείνο μόνη μου επιθυμία ήταν να συνεχίσω τις σπουδές μου στη βέβηλη ζωή. Η επιθυμία μου όμως αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και τα προαισθήματα μου βγήκαν αληθινά.

Ένα βράδυ ενώ κοιμόμουν, ξύπνησα ξαφνικά από την αίσθηση μιας παρουσίας μέσα στο δωμάτιο μου. Ανήσυχος, προετοιμαζόμουν να διαπιστώσω την αλήθεια αυτής της εντυπώσεως όταν μέσα στην ησυχία της νύχτας άκουσα μια φωνή σε τόνο προσταγής. Παρά το φόβο που με κυρίευε άκουσα καθαρά αυτά τα λόγια

«Πήγαινε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία Λιβαδειάς, κι εκεί θα λάβεις διαταγές».

Η φωνή είχε σιωπήσει προ πολλού, όταν συνήλθα από την έκπληξη μου. Άναψα τον λύχνο για να διαπιστώσω μήπως ήμουν το θύμα κάποιου απατεώνα. Δεν είδα τίποτα το παράξενο, αλλά ήμουν τόσο ταραγμένος που δεν μπορούσα να ξανακοιμηθώ κι έτσι άρχισα τις προετοιμασίες μου για το ταξίδι. Έγραψα ένα γράμμα στο φαρμακείο ειδοποιώντας ότι θα απουσίαζα τρείς μέρες περίπου, χωρίς κι εγώ ο ίδιος να ξέρω πόσο θα κρατούσε το ταξίδι μου και τα ευχάριστα ή δυσάρεστα αποτελέσματα που μπορούσε να έχει.

Κατά τα ξημερώματα έφυγα απ’ το σπίτι μου για τον σταθμό. Προτού βγω, είχα φροντίσει να κάνω μια απογραφή της περιουσίας μου. Αφού έψαξα αρκετή ώρα και αφού γύρισα όλες τις τσέπες μου ανάποδα, διαπίστωσα ότι ήμουν κάτοχος 120 δραχμών. Στο δρόμο προσπαθούσα να λογαριάσω πόσο θα μου κόστιζε αυτό το ταξίδι αλλά δεν πρόφτασα να υπολογίσω γιατί έφτασα στον σταθμό. Πήγα αμέσως στο γραφείο πληροφοριών και ρώτησα την τιμή του εισιτηρίου για την Λιβαδειά. Μου φάνηκε πως άνοιξε η γη κάτω από τα πόδια μου μόλις άκουσα την απάντηση. Το απαιτούμενο ποσό ξεπερνούσε το δικό μου κατά δέκα δραχμές. Καταστεναχωρημένος βγήκα απ’ το γραφείο. Περιπλανήθηκα για λίγο στο χολ του σταθμού και ζητούσα να βρω τον τρόπο που θα μπορούσα να εκτελέσω την διαταγή που είχα λάβει. Ψάχνοντας μηχανικά τις τσέπες μου ανακάλυψα την φοιτητική μου ταυτότητα. Αυτήν τη φορά ήμουν σίγουρος ότι κάθε εμπόδιο είχε παρακαμφθεί!

Χαρούμενος πλησίασα τη θυρίδα και δείχνοντας την ταυτότητα μου ζήτησα μισό εισιτήριο για Λιβαδειά. Καινούργια απογοήτευση. Δεν είχα δικαίωμα μισού εισιτηρίου για μια τόσο μακρινή διαδρομή. Αγανάκτησα πραγματικά για τους παράξενους αυτούς κανονισμούς και κάθισα σ’ έναν πάγκο να σκεφθώ με την ησυχία μου την κατάσταση. Δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεση μου. Αφού σκέφθηκα για λίγο, αποφάσισα να δανειστώ το ποσό που μου χρειαζόταν από έναν φίλο μου που κατοικούσε στον Πειραιά. Πήρα το δρόμο προς τα εκεί και όπως βάδιζα ξαναζούσα τη σκηνή της νύχτας.

Εκνευρισμένος από την αγρύπνια και τη φτώχεια μου, σκέψεις μελαγχολικές με τυραννούσαν και άρχισα να διερωτώμαι πάλι μήπως ήμουν το θύμα μιας απάτης και μήπως όλα αυτά τα εμπόδια ήταν σαν προειδοποίηση για να μην υπακούσω σ’ αυτήν τη φωνή.

Απορροφημένος απ’ αυτές τις σκέψεις περνούσα εμπρός απ’ το λιμάνι του Πειραιά χωρίς να το καταλάβω. Το σφύριγμα μιας σειρήνας βαποριού με έκανε να καταλάβω που βρισκόμουν και η φωνή ενός ναύτη τράβηξε την προσοχή μου. Την ίδια στιγμή θυμήθηκα πως η Λιβαδειά ήταν χτισμένη όχι και πολύ μακριά από ένα λιμάνι με τακτική συγκοινωνία. Ξεθάρρεψα και πάλι απ’ αυτήν τη σκέψη και τέντωσα τ’ αυτί μου. Το βαπόρι που ο ναύτης ανήγγειλε την αναχώρηση, για ευτυχία ανέλπιστη, κατευθυνόταν προς τα εκεί που ήθελα. Στη στιγμή οι απαισιόδοξες σκέψεις μου διαλύθηκαν. Χωρίς να αργώ πλησίασα τον ναύτη και τον ρώτησα την τιμή της διαδρομής. Η απάντηση του μ’ έκανε να πετάξω απ’ τη χαρά μου. Μισή ώρα αργότερα ταξίδευα προς νέα πεπρωμένα.

Καθισμένος άνετα σε μια γωνιά της γέφυρας, καλά προφυλαγμένος, παρατηρούσα αδιάφορα το μεγαλόπρεπο πανόραμα που ξετυλιγόταν στα μάτια μου, σκεπτόμενος την εντολή που μου είχε δοθεί, πράγμα που μ’ έκαμε ν’ αφεθώ σε μια γλυκιά ονειροπόληση.

Το ταξίδι ευνοημένο απ’ τον καλό καιρό κράτησε τέσσερις ώρες. Κατά τις τρείς το απόγευμα φθάσαμε στο λιμάνι. Ανακατεύτηκα με τον μικρό όμιλο των ταξιδιωτών που ξεμπάρκαραν και κατευθύνθηκα προς τη Λιβαδειά χωρίς να χάσω καιρό. Ξέροντας ότι δεν υπήρχε κάποιο τακτικό μέσο συγκοινωνίας για το Μοναστήρι, αποφάσισα να πάρω έναν αγωγιάτη με μουλάρι. Στο μοναδικό χάνι του χωριού, προμηθεύτηκα ό,τι μου ήταν απαραίτητο και μαζί με τον αγωγιάτη μου, φύγαμε, παίρνοντας μαζί τροφές για τρείς μέρες. Ο αγωγιάτης θα γύριζε το ίδιο βράδυ πίσω και θα επέστρεφε να με πάρει το πρωινό της τρίτης ημέρας. Το ποσό που μου ζήτησε έθιξε αρκετά το πορτοφόλι μου και αφού πλήρωσα τα τρόφιμα που πήρα, μου έμειναν ακριβώς τόσα, όσα χρειάζονταν για το εισιτήριο της επιστροφής. Λίγο όμως με ενδιέφερε αυτό. Το μόνο που ήθελα ήταν να φθάσω στο Μοναστήρι για να μάθω αυτό που με περίμενε.

Έτσι λοιπόν κατόρθωσα να υπερπηδήσω τις δυσκολίες που μου παρουσιάστηκαν για να με εμποδίσουν να πραγματοποιήσω την Αποστολή μου. Γεμάτος χαρά ακολουθούσα τον αγωγιάτη μου με βήμα αργό σκαρφαλώνοντας το ανώμαλο μονοπάτι που έφερνε στο Μοναστήρι. Φθάσαμε στο προορισμό μας στο τέλος της ημέρας. Ο αγωγιάτης δεν θέλησε να σταθεί ούτε στιγμή. Ξεφόρτωσε το ζώο και μ’ άφησε αμέσως. Το Μοναστήρι, μ’ ένα μικρό σπιτάκι στο πλάι για κατοικία του φύλακα, ήταν κτισμένο σ’ ένα οροπέδιο και δεν είχε τίποτα το αξιοπρόσεκτο, ούτε στις διαστάσεις του, ούτε στην αρχιτεκτονική του. Ήταν όμως ένα πολύ παλαιό κτίριο, που πρόδιδε ζωή πολλών αιώνων.

Επειδή ήμουν ελάχιστα συνηθισμένος σ’ αυτού του είδους τις περιπλανήσεις, άρχισα να αισθάνομαι κούραση, αλλά το μεγαλειώδες θέαμα που απλωνόταν μπροστά μου μ’ έκανε να τα ξεχάσω όλα. Το οροπέδιο δέσποζε όλων των γύρω κορυφών. Μακριά ανάμεσα απ’ το άνοιγμα δύο βουνοκορφών, διέκρινα την θάλασσα, ο κυματισμός της οποίας λαμπύριζε απ’ την χρυσή ανταύγεια του ήλιου που έγερνε στη δύση του. Λίγο-λίγο ο θόρυβος απ’ τα πέταλα του μουλαριού που χτυπούσαν στα λιθάρια, έσβηνε. Μαγεμένος απ’ την γαλήνη και την ηρεμία αυτής της ερημιάς, βυθίστηκα σ’ ένα βαθύ ρεμβασμό.

***

«Ευγενικέ Κύριε, η Χάρις του Θεού μαζί σου!»

Αυτά τα λόγια που ακούστηκαν πίσω μου, μου ξαναθύμισαν τον σκοπό του ερχομού μου στα μέρη αυτά. Γυρίζοντας είδα ένα σεβάσμιο καλόγερο. Κατάλαβα πως ήταν ο φύλακας και ο μόνος κάτοικος του Μοναστηριού. Ζήτησα συγγνώμη που δεν παρουσιάστηκα σ’ εκείνον μόλις ήρθα. Μου απάντησε με μια φωνή γεμάτη καλοσύνη και σεβασμό.

«Τα Μεγάλα Πνεύματα απουσιάζουν συχνά από τη γη».

Ξαφνιασμένος απ’ αυτήν την απάντηση, πίστευα ότι επρόκειτο για κάποιο λάθος και θέλησα να του εξηγήσω τον σκοπό της παρουσίας μου, όταν εκείνος μου ξαναείπε:

«Κύριε μου σε περίμενα!»

Στην Ελλάδα χρησιμοποιούν συχνά τις πομπώδεις αυτές εκφράσεις, αλλά δεν φαντάστηκα ότι θα τις άκουγα από έναν ασκητή. Μου ζήτησε την άδεια να λείψει για λίγο και επέστρεψε φέρνοντας μια παλιά πολυθρόνα που δίχως άλλο την προόριζαν για τους Δεσπότες ή τους επίσημους επισκέπτες. Μου την πρόσφερε με μεγάλο σεβασμό. Γεμάτος αμηχανία αρνήθηκα την προσφορά του λέγοντας;

«Πάτερ μου, σαν χριστιανός που είμαι δεν μου επιτρέπεται να καθίσω σ’ αυτήν την πολυθρόνα, όταν εσείς, που είσαστε στην υπηρεσία του Χριστού, στέκεστε. Και η ηλικία σας εξ άλλου μου το απαγορεύει».

«Κύριε μου, πάρτε θέση στην πολυθρόνα κι εγώ θα καθίσω καταγής. Δεν είμαι παρά ο υπηρέτης σας».

Μην καταλαβαίνοντας τίποτα απ’ την εγκωμιαστική απάντηση, αποφάσισα να εξηγήσω επιτέλους τον σκοπό της παρουσίας μου.

«Πάτερ μου, η επιμονή σας με φέρνει σε αμηχανία… Δεν είμαι παρά ένας φτωχός φοιτητής της ιατρικής που ήρθα εδώ για να εκπληρώσω ένα ευλαβικό προσκύνημα».

Μου ήταν αδύνατον να πιστέψω ότι τα λόγια που είχε πει απευθύνονταν σε μένα. Του φανέρωσα λοιπόν την ταυτότητα μου, με την ελπίδα να μάθω επιτέλους για ποιό σκοπό με είχαν στείλει εδώ. Δεν έμεινα όμως ικανοποιημένος απ’ την απάντηση του καλόγερου που μου είπε απλώς.

«Ευγενικέ ταξιδιώτη, προ πολλού ξέρω ότι θα έλθεις. Ξέρω επίσης ποιος είσαι. Αναπαύσου τώρα σ’ αυτήν την πολυθρόνα. Για να έρθει κανείς ως εδώ πάνω θέλει κόπο, ο δρόμος είναι τραχύς και θα είσαι κουρασμένος».

Καθώς μου ήταν αδύνατο να καταλάβω τα γεμάτα μυστήριο λόγια του, του ζήτησα την άδεια να μπω στην εκκλησία να προσευχηθώ. Ο καλόγερος όμως αρνήθηκε λακωνικά.

«Μετά τη δύση του ηλίου», μου είπε, χωρίς άλλη εξήγηση.

Ο ήλιος άγγιζε σχεδόν τον ορίζοντα. Μακριά οι τελευταίες φωτιές του ρόδιζαν τα κύματα, και σε λίγο χάθηκε πλήρως. Με το σούρουπο που απλωνόταν, μια ελαφριά σκιά κάλυψε τις γειτονικές κορφές. Τότε μόνο αντιλήφθηκα ότι ο καλόγερος έλειπε. Επέστρεψε σε λίγο με μια γαβάθα μισογεμάτη με λίγο ρύζι και φακές χωρίς λάδι. Βλέποντας το φτωχικό του δείπνο του πρότεινα να μοιραστούμε τις τροφές μου. Αρνήθηκε. Μάταια επέμενα και τη στιγμή που ετοιμάστηκα να στρώσω το δείπνο μου, με σταμάτησε.

«Κύριε μου, σου είπα πως από καιρό ξέρω ποιός είσαι… Από καιρό περιμένω ένα νεαρό ταξιδιώτη. Πρόκειται να έρθει μια 29η Αυγούστου λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Ο ταξιδιώτης αυτός που περίμενα από χρόνια είσαι εσύ! Να λοιπόν τι θα κάνεις: Όταν νυχτώσει καλά θα σε οδηγήσω στο εκκλησάκι. Εκεί θα μείνεις μόνος ως το πρωί και ίσως μάθεις γιατί ήρθες εδώ… Για την ώρα άφησε αυτά τα τρόφιμα, μην φας τίποτα για να είναι το σώμα σου εξαγνισμένο απ’ τη νηστεία».

Τα πράγματα έπαιρναν μια τροπή που δεν μ’ ευχαριστούσε καθόλου. Η σκέψη ότι θα περνούσα τη νύχτα στο μικρό εκκλησάκι μ’ άφηνε ασυγκίνητο. Δεν είχα όμως καιρό για να σκεφθώ επάνω σ’ αυτό γιατί είχε κιόλας νυχτώσει. Ο καλόγερος μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω και μπήκαμε στο εκκλησάκι που το φώτιζε αμυδρά ένα κανδήλι. Με χαμηλή φωνή μου έδωσε πληροφορίες για την διάταξη της εκκλησίας και μου έδειξε σε μια σκοτεινή γωνιά την αρχή μιας σκάλας που οδηγούσε σε μια υπόγεια κρύπτη. Έπειτα γονάτισε για τη βραδινή προσευχή του. Τον μιμήθηκα και λίγα λεπτά αργότερα έφυγε αφού μου έδωσε την ευλογία του…

Το τρίξιμο της σαρακοφαγωμένης πόρτας και του σκουριασμένου κλειδιού στην κλειδαριά μ’ έκαναν ν’ ανατριχιάσω… Αναρωτιόμουν γιατί να με κλειδώσει σαν φυλακισμένο. Στενοχωρημένος έκανα τον γύρω της εκκλησούλας προσκυνώντας κατά τη συνήθεια  μου όλες τις εικόνες που στόλιζαν τους τοίχους. Αφού τελείωσα αυτό το προσκύνημα και καθώς δεν αισθανόμουν τον εαυτό μου σε κατάσταση να σκεφθώ σοβαρά, θέλησα να επισκεφθώ την κρύπτη.

Για μια στιγμή δίστασα μπροστά στα σκοτάδια της σκάλας, κυριαρχώντας όμως την αδυναμία μου, άρχισα να κατεβαίνω ψηλαφώντας τα ετοιμόρροπα σκαλοπάτια. Όπως προχωρούσα αισθανόμουν μια μυρωδιά ακαθόριστη. Τέλος έφτασα στο τελευταίο σκαλοπάτι και διέκρινα ένα αδύνατο φωτεινό σημείο προς το οποίο και κατευθύνθηκα. Είχα κάνει περί τα δώδεκα βήματα όταν το πόδι μου σκόνταψε κάπου και έσκυψα ψάχνοντας να δω τι είδους ήταν το εμπόδιο που είχα μπροστά μου. Το χέρι μου πλανήθηκε στο κενό. Στεκόμουν μπροστά σε μια στέρνα, στα νερά της οποίας αντανακλούσε το χλωμό φως της κρεμασμένης καντήλας. Ένα μικρό πεζούλι ήταν κτισμένο γύρω απ’ την στέρνα, λίγο ψηλότερα από το έδαφος, που με προφύλαξε να πέσω σ’ αυτήν.

Αυτή η κρύπτη έπρεπε να είναι το Βαπτιστήριο μιας παλιάς εποχής, όταν οι νεοφώτιστοι στον χριστιανισμό σύχναζαν σ’ αυτήν την περιοχή. Για να αποφύγω κάποιο άλλο δυστύχημα, έκλεισα τα μάτια μου για λίγο, ώστε να συνηθίσω στο μισοσκόταδο που βασίλευε στην κρύπτη.

Στην αρχή, τα μάτια μου ασυνήθιστα στο σκοτάδι, δεν μου επέτρεψαν να διακρίνω αμέσως τι είδους εικόνες στόλιζαν το Βαπτιστήριο, τώρα όμως συνηθισμένος στο μισόφωτο, διέκρινα κάποιες ανθρώπινες σιλουέτες με πρόσωπα συσπασμένα… Τα στόματα τους αλλοιωμένα από ένα απαίσιο χάσμα φαίνονταν να καταριούνται και να αφορίζουν τον θρασύ που τόλμησε να διαταράξει το καταφύγιο τους και όλοι με σηκωμένα χέρια με απειλούσαν. Θέλησα να φύγω, αλλά νικημένος απ’ τον φόβο, έπεσα λιπόθυμος…

Το φρικτό όραμα που με έκανε να χάσω τις αισθήσεις μου σιγά-σιγά άλλαζε. Το λιγοστό φως της κρύπτης έκανε τα πρόσωπα να παίρνουν γλυκύτερη όψη. Έχοντας απόλυτη συνείδηση, μπόρεσα να μετρήσω τις σκιές καλύτερα. Ήταν δώδεκα. Από τα ιερά άμφια που φορούσαν κατάλαβα ότι ήταν Αρχιερείς. Ήταν καθισμένοι σε ένα είδος θρόνου και με ανασηκωμένο το χέρι τους κρατούσαν την ποιμαντορική τους ράβδο. Αυτό που τόσο με είχε τρομάξει δεν ήταν παρά πτώματα βαλσαμωμένα κατά το αρχαίο έθιμο. Ξαφνικά πάνω από κάθε αρχιερέα άναψε κι από ένα καντήλι που ήταν τοποθετημένο σε μια μικρή εσοχή του τοίχου και τα κεριά ενός πολυελαίου κρεμασμένου πάνω απ’ το μικρό θυσιαστήριο που βρισκόταν στο βάθος της κρύπτης. Αυτά τα κεριά έκαναν να αστράφτουν ο χρυσός και οι πολύτιμοι λίθοι που στόλιζαν τις ράβδους και τις μίτρες των αρχαίων Δεσποτών. Δεν ήταν πιά σώματα χωρίς ζωή αυτά που κάθονταν στους θρόνους! Μια μυστηριώδης πνοή φούσκωνε τα στήθη τους, τα μάτια τους έλαμπαν γεμάτα ζωή και τα πρόσωπα τους ακτινοβολούσαν πλαισιωμένα με το φωτοστέφανο των Αγίων.

Ένας από τους Επισκόπους, σηκώθηκε και μπήκε στο ιερό για να λειτουργήσει. Ένας αόρατος χορός έψελνε. Όταν τέλειωσε η λειτουργία ο Επίσκοπος ξαναπήρε την θέση του, ευλογώντας τους παριστάμενους. Ένας άλλος Επίσκοπος, ο οποίος καθόταν δίπλα μου, σηκώθηκε και αφού διάβασε αργά την Παραβολή του Σπορέως είπε:

«Αδελφοί μου, όπως ο γεωργός σπέρνει το σιτάρι μέσα στο όργωμα, έτσι και ο Θεός στέλνει στη γη όντα που προορίζονται να διαδώσουν το φως στους ανθρώπους. Αυτός που βρίσκεται μεταξύ μας είναι ένας Εκλεκτός σταλμένος από την θεία Ευσπλαχνία».

Ο ιεροκήρυκας σιώπησε και ο Αρχιερέας που είχε κάνει τη λειτουργία ξανασηκώθηκε και είπε:

«Ψάξε στη στέρνα και βρες αυτό που προορίζεται για σένα».

Το όραμα γινόταν πάλι, σιγά-σιγά ακαθόριστο… Το θυμίαμα που είχε γεμίσει την κρύπτη διαλυόταν και τέλος τα καντήλια και τα κεριά έσβησαν.

***

Όταν συνήλθα μου φαινόταν πως άκουγα ακόμη τα λόγια του Αρχιερέως.

Τρέμοντας έσκυψα στη στέρνα και βουτώντας τα χέρια μου στο νερό, ανακάτωσα το βυθό που ήταν γεμάτος από γλοιώδη λάσπη και ανέδιδε μια αηδιαστική οσμή. Ξάφνου ένοιωσα κάτι σκληρό, το έφερα επάνω και είδα ότι ήταν μια πέτρα. Συνεχίζοντας το ψάξιμο έφερα επάνω δύο ακόμα πέτρες. Τίποτε άλλο...

Περίλυπος για το “σπουδαίο” μου εύρημα ανέβηκα στο εκκλησάκι μαζί με τις τρείς πέτρες, αφού έτσι κι αλλιώς ήταν το μόνο πράγμα που βρήκα. Με την καρδιά γεμάτη πίκρα γονάτισα και προσπαθούσα να προσευχηθώ για να καταπραΰνω τον πόνο που με τυραννούσε. Ήταν σκληρό, να έρθω εδώ, να περάσω μια τόσο αγωνιώδη νύχτα μόνο και μόνο για να βρω “τρείς πέτρες” από μία στέρνα γεμάτη λάσπη.

Άρχισα λοιπόν να κλαίω με αναφιλητά σαν μικρό παιδί. Μα τα βάσανα μου δεν είχαν τελειώσει. Κάθε λεπτό αισθανόμουν παγωμένες πνοές στο πρόσωπο μου. Βήματα σιγανά καθώς και μουρμουρητά ακούγονταν πίσω μου. Ζαλισμένος σηκώθηκα, κρατώντας πάντα τις τρεις πέτρες και στριμώχτηκα σε μια γωνιά κοντά στη πόρτα. Τσακισμένος απ’ όλες αυτές τις συγκινήσεις, εξαντλημένος απ’ την πείνα και με την θέλησή μου εξασθενημένη, χωρίς να αντιδράσω αποκοιμήθηκα... 

***

Ένα δυνατό φως χτύπησε τα βλέφαρά μου και ξύπνησα...

Δίπλα μου ο καλόγερος με κοίταζε με σεβασμό. Απ’ την ανοιχτή πόρτα είδα τον ήλιο να λαμποκοπά ψηλά στον ουρανό. Βγήκα αμέσως έξω, ευτυχής που ξαναβρήκα την ελευθερία μου, χωρίς να αποχωριστώ τις τρείς πέτρες. Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό μου: ίσως να ήταν καλυμμένες με επιγραφές. Αλίμονο, δεν είχαν τίποτα. Έτσι, για να ξεχάσω την αποτυχία μου, απάντησα στον καλόγερο που με πολιορκούσε με τις ερωτήσεις του, ότι πρώτα από όλα ήθελα να κοιμηθώ. Βρήκα μια γωνιά με παχύ χορτάρι, ξάπλωσα και κοιμήθηκα βαριά μέχρι το βράδυ…

Όταν συνήλθα, ο γέροντας με κοίταξε χαρούμενος. Μου διηγήθηκε ότι πριν από τρία χρόνια μέσα σ’ ένα όραμα είχε δει τον ταξιδιώτη που περίμενε, να κοιμάται πίσω απ’ την πόρτα της εκκλησίας, όπως κι εγώ. Με αναγνώρισε πολύ καλά, και όταν με βρήκε πίσω απ’ την πόρτα της εκκλησίας νόμισε πως θα τρελαθεί απ’ την χαρά του. Έπειτα ενθουσιασμένος μου έκανε ένα σωρό εγκώμια απ’ τα οποία τίποτα δεν καταλάβαινα. Εγώ δεν έπαυα να νοιώθω έντονη λύπη κοιτάζοντας τις τρείς πέτρες μου. Η επομένη μέρα μου φάνηκε ατελείωτη. Έτσι η χαρά μου ήταν αφάνταστη όταν το πρωί της τρίτης ημέρας άκουσα το κουδούνισμα του ζώου που έφερνε ο αγωγιάτης μου.

Χαιρέτησα τον καλόγερο, κι έφυγα με την ευλογία του.

Η επιστροφή μου δεν ήταν και τόσο χαρούμενη, αν και ήμουν στο βάθος ευχαριστημένος που επέστρεφα στην Αθήνα. Φθάνοντας στη Λιβαδειά, πλήρωσα τον αγωγιάτη και πήρα τον δρόμο προς το λιμάνι. Ξαφνικά άκουσα μια φωνή να με φωνάζει. Δεν ήθελα να γυρίσω, αλλά κάποιος έτρεχε πίσω μου κι έτσι βράδυνα το βήμα μου. Ήταν ο αγωγιάτης, που μου έφερνε δύο δέματα τα οποία βρήκε στο σαμάρι του ζώου του. Μόνο όταν τα πήρα κατάλαβα για τι επρόκειτο. Μού ήρθε να του πετάξω τα δέματα στο πρόσωπο, αλλά κυριάρχησα στον εαυτό μου και αφού τον ευχαρίστησα με ένα μικρό φιλοδώρημα εξακολούθησα τον δρόμο μου μαζί με τα δέματα με τις τρείς πέτρες μου.

Γύρω στο απόγευμα, το καράβι έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά. Επέστρεψα σπίτι μου ευχαριστημένος που θα ξανάρχιζα τις συνηθισμένες μου ασχολίες.

Διηγήθηκα αυτήν μου την περιπέτεια σε κάποια γνωστά μου πρόσωπα που βρήκαν την ευκαιρία να με κοροϊδέψουν και να με περιγελάσουν. Μόνον ένας από τους φίλους μου, που ήταν πνευματιστής, πήρε στα σοβαρά όσα του διηγήθηκα και με βεβαίωσε ότι επρόκειτο για μια δοκιμασία που χωρίς αμφιβολία θα είχε την ανταμοιβή της.

***

Τα πράγματα θα τελείωναν εδώ, εάν ένα βράδυ, μπαίνοντας στο σκοτεινό μου δωμάτιο, δεν έριχνα κάτω, από αδεξιότητα, τις τρείς πέτρες που είχα αφήσει επάνω σ’ ένα τραπέζι. Οι πέτρες κύλησαν με πάταγο. Για να μην ενοχλήσω τους γείτονες μου, ξάπλωσα χωρίς να ανάψω καν ένα φως και κοιμήθηκα αμέσως.

Το πρωί, είχα κιόλας ξεχάσει τι είχε γίνει. Καθώς ντυνόμουν την προσοχή μου τράβηξε μια απ’ τις τρεις πέτρες, που μου φάνηκε ραγισμένη. Την ανασήκωσα. Ήταν πραγματικά σπασμένη στη μέση, αλλά μου φάνηκε πως τα δυο της κομμάτια κρατούσαν ακόμη ενωμένα γερά. Με ένα μικρό τράβηγμα τα χώρισα. Ένας μεταλλικός κύλινδρος ήταν τοποθετημένος με επιμέλεια στην εσωτερική τους κοιλότητα. Παρατήρησα προσεκτικά τις δύο άλλες πέτρες οι οποίες ήταν εντάξει. Δεν διέκρινα τίποτε που να δείχνει ότι ήταν και αυτές ραγισμένες. Ωστόσο τις έσπασα και βρήκα από έναν κύλινδρο κρυμμένο στην καθεμιά. Τοποθέτησα τους τρείς κυλίνδρους στο τραπέζι και τους κοίταζα γεμάτος συγκίνηση. Επιτέλους θα μάθαινα γιατί στάλθηκα στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.

Με τρεμάμενη την καρδιά άνοιξα τον πρώτο κύλινδρο. Έβγαλα από μέσα δυο περγαμηνές και μερικά αντικείμενα, ιερά κειμήλια δίχως άλλο. Εξέτασα προσεκτικά τις περγαμηνές. Διατηρούνταν θαυμάσια και ήταν υπέροχα διακοσμημένες, πραγματικά έργα τέχνης. Το μόνο που με απασχολούσε, ήταν ότι το κείμενο των περγαμηνών ήταν γραμμένο σε κωδικοποιημένη γλώσσα, με Ελληνικούς ωστόσο χαρακτήρες.

Άνοιξα τον δεύτερο κύλινδρο. Περιείχε τρείς περγαμηνές, με κείμενα γραμμένα κατά τον ίδιο τρόπο. Τελευταία ελπίδα μου ο τρίτος κύλινδρος. Τον ανοίγω και περιείχε επίσης τρεις περγαμηνές, αλλά ο κώδικας για την γραφή δεν υπήρχε πουθενά. Ήμουν απελπισμένος. Είχα μπροστά μου τις οκτώ αυτές περγαμηνές χωρίς να μπορώ να τις διαβάσω ή να τις εξηγήσω.

Πόσες νύχτες πέρασα ξάγρυπνος! Μελετούσα τις περγαμηνές χωρίς να κατορθώσω να βρω την κλείδα τους!

Μια μέρα όμως, μια ξαφνική έμπνευση μ’ έκανε να αναγνωρίσω το όνομα Ιωάννης, σε μια απ΄ τις λέξεις του κρυπτογραφημένου κειμένου. Δύο όμοια σημεία και ένας αριθμός, μου απέδειξαν ότι συμφωνούσαν. Χρησιμοποιώντας αυτό το Κλειδί, κατόρθωσα να εξηγήσω τις οκτώ περγαμηνές. Απ’ αυτήν την ημέρα ο δρόμος μου είχε χαραχτεί και όλες οι δυνατότητες μου τέθηκαν σε ενέργεια για να πραγματοποιήσω το έργο που γνωρίζετε…»

Ο Σεβαστός μας Διδάσκαλος σταμάτησε, κουρασμένος από την μακρά αυτή διήγηση. Ήταν πιά αργά και τον αποχαιρετίσαμε.

Περπατώντας στην εξοχή μες στη σιγαλιά της νύχτας, ο νους μου έτρεχε μακριά, σ’ ένα ξεχασμένο μικρό ελληνικό μοναστήρι, όπου τρείς πέτρες με περιεχόμενο το απόσταγμα της ανθρώπινης γνώσης, παρέμεναν κοιμισμένες για αιώνες…

 

Εκ της Παραδόσεως του Κρίνου και του Αετού (Μετάφραση εκ του πρωτοτύπου Γαλλικού κειμένου, που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι, στο Περιοδικό “ΕΩΝ”, το 1924)

 
 
 


 

 

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

    22. ΕΞΙ ΕΠΙΓΝΩΣΕΙΣ   (Για τον οξυδερκή και τον βραδύνου μαθητή)   I . "Ο οξυδερκής μαθητής είναι ένας ερευνητής.  Ακούει, α...

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ!